μονότεκνος

μονότεκνος
μονό-τεκνος, ον,
A with but one child, E.HF1021 (lyr.), Paul.Al. O.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μονότεκνος — η, ο (Α μονότεκνος, ον) αυτός που έχει ένα μόνο τέκνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + τεκνος (< τέκνον), πρβλ. πολύ τεκνος] …   Dictionary of Greek

  • μονότεκνον — μονότεκνος with but one child masc/fem acc sg μονότεκνος with but one child neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοτέκνους — μονότεκνος with but one child masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • μονοτοκώ — (Α μονοτοκῶ, έω) [μονοτόκος] γεννώ ένα μόνο τέκνο σε κάθε τοκετό, είμαι μονοτόκος αρχ. έχω ένα μόνο παιδί, είμαι μονότεκνος …   Dictionary of Greek

  • μονοτόκος — ο (Α μονοτόκος, ιων. τ. μουνοτόκος, ον) 1. αυτός που γεννά κάθε φορά ένα μόνο τέκνο 2. αυτός που έχει ένα μόνο παιδί, μονότεκνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + τόκος(< τίκτω). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”